οκλαξ

οκλαξ
    ὀκλάξ
    adv. Luc. = ὀκλαδιστί См. οκλαδιστι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οκλαξ" в других словарях:

  • οκλάξ — ὀκλάξ (Α) επίρρ. οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ ξ, λα ξ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀκλάξ — squat down indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»